αμπελοκομία

αμπελοκομία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμπελοκομία" в других словарях:

  • αμπελοκομία — η (Μ ἀμπελοκομία) [ἀμπελοκόμος] η αμπελουργία* …   Dictionary of Greek

  • αμπελοκομία — η η αμπελοκαλλιέργεια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek

  • αμπελοκόμος — ο (Μ ἀμπελοκόμος) ο αμπελουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + κόμος < κομῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελοκομία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»